ἑξατόνῳ

ἑξατόνῳ
ἑξάτονος
in
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξατονώ — και ξατονώ (AM ἐξατονῶ, έω) [ατονώ] νεοελλ. ξεκουράζομαι αρχ. μσν. 1. κουράζομαι, εξαντλούμαι 2. εξασθενώ …   Dictionary of Greek

  • συνεξατονώ — έω, Α χάνω τη ζωηρότητα μου μαζί με κάτι άλλο («τρόπον τινὰ τοῡ προσώπου τῇ ψυχῇ συνεξατονοῡντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξατονῶ «εξασθενίζω, εξαντλούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”